- ἐκπαγλουμένη
- ἐκπαγλέομαιto be struck with amazementpres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκπαγλούμαι — ἐκπαγλοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. μέ πιάνει δέος 2. θαυμάζω υπερβολικά κάποιον («Κύπρις δὲ τοὐμὸν εἶδος ἐκπαγλουμένη», Ευρ.) … Dictionary of Greek